βλαβερός — harmful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαβερός — ή, ό αυτός που προκαλεί βλάβη, ο επιζήμιος, ο επιβλαβής: Οι βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος είναι πλέον γνωστές σε όλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλαβερά — βλαβερός harmful neut nom/voc/acc pl βλαβερά̱ , βλαβερός harmful fem nom/voc/acc dual βλαβερά̱ , βλαβερός harmful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαβερώτερον — βλαβερός harmful adverbial comp βλαβερός harmful masc acc comp sg βλαβερός harmful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαβερωτάτων — βλαβερός harmful fem gen superl pl βλαβερός harmful masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαβερῶν — βλαβερός harmful fem gen pl βλαβερός harmful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαβερόν — βλαβερός harmful masc acc sg βλαβερός harmful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαβερώτατα — βλαβερός harmful adverbial superl βλαβερός harmful neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαβερώτατον — βλαβερός harmful masc acc superl sg βλαβερός harmful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποιός, -ός, -ό — βλαβερός, επιζήμιος, κακούργος: Πρέπει να ξεκαθαρίσει ο τόπος από τους κακοποιούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)